traînasser
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- traînasser < traîner
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
traînasser (fr)
- (αμετάβατο) χασομερώ, αργοπορώ
- (αμετάβατο) περιφέρομαι άσκοπα
- ≈ συνώνυμα: traînailler, (οικείο) glander
- (μεταβατικό, παρωχημένο, σκωπτικό) περιφέρω, κουβαλώ, σέρνω