trabalhador
Εμφάνιση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
trabalhador | trabalhadores |
trabalhador (pt) αρσενικό
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
αρσενικό | trabalhador | trabalhadores |
θηλυκό | trabalhadora | trabalhadoras |
trabalhador (pt)