Μετάβαση στο περιεχόμενο

trachome

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
trachome trachomes

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
trachome < αρχαία ελληνική τράχωμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

trachome (fr) αρσενικό