trachome
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
trachome | trachomes |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- trachome < αρχαία ελληνική τράχωμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]trachome (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
trachome | trachomes |
trachome (fr) αρσενικό