trachome
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
trachome | trachomes |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- trachome < αρχαία ελληνική τράχωμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
trachome (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
trachome | trachomes |
trachome (fr) αρσενικό