tracker
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tracker | trackers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tracker (en)
- ο ανιχνευτής, ο ιχνηλάτης
- ⮡ a GPS tracker - ανιχνευτής GPS
ενικός | πληθυντικός |
tracker | trackers |
tracker (en)