tract

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tract (en)

  • έκταση (επιφάνεια γης, θαλάσσης, κλπ.)
      ενικός         πληθυντικός  
tract tracts

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tract (fr) αρσενικό

Παράγωγα

[επεξεργασία]