tractability

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tractability (en)

  • υπακοή, η κατάσταση του να υπακούει κάποιος στις επιθυμίες ή εντολές των άλλων

Συγγενικά[επεξεργασία]