Μετάβαση στο περιεχόμενο

trade-off

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
trade-off < trade + off

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

trade-off (en) (πληθυντικός trade-offs)

  1. αντιστάθμιση, αντιστάθμισμα
    παράδειγμα  each approach has its own trade-offs - «κάθε προσέγγιση έχει τις δικές της αντισταθμίσεις»
      sometimes there is a need for alternative implementations with different performance trade-offs (Python tutorial) [1]
    «μερικές φορές υπάρχει ανάγκη για εναλλακτικές υλοποιήσεις με διαφορετικές αντισταθμίσεις όσον αφορά την απόδοση»
  2. ανταλλαγή
  3. συμβιβασμός

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • trade-off στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]