traditionalisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- traditionalisme < traditionaliste
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
traditionalisme | traditionalismes |
traditionalisme (fr) αρσενικό
- (θρησκεία) θεωρία κατά την οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει κάτι παρά μόνο μέσω της παράδοσης της Εκκλησίας
- δόγμα που επιδιώκει την επιστροφή στις καθολικές παραδόσεις (λατινική γλώσσα, λειτουργία, κλπ.)
- → δείτε τη λέξη intégrisme
- (φιλοσοφία) η παραδοσιαρχία, η παραδοσιοκρατία
- η αφοσίωση στην παράδοση