traditionnaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
traditionnaire traditionnaires

traditionnaire (fr)

  • (ιουδαϊσμός) που ερμηνεύει τη Βίβλο σύμφωνα με τις παραδόσεις του Ταλμούδ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
traditionnaire traditionnaires

traditionnaire (fr) αρσενικό

  • (ιουδαϊσμός) που ερμηνεύει τη Βίβλο σύμφωνα με τις παραδόσεις του Ταλμούδ

Συγγενικά

[επεξεργασία]