tradukisto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tradukisto | tradukistoj |
αιτιατική | tradukiston | tradukistojn |
tradukisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tradukisto | tradukistoj |
αιτιατική | tradukiston | tradukistojn |
tradukisto (eo)