traffic light
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
traffic light | traffic lights |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]traffic light (en)
- ο φωτεινός σηματοδότης, το φανάρι της τροχαίας
- ⮡ The traffic lights at the intersection aren’t working.
- Τα φανάρια της διασταύρωσης δε λειτουργούν.
- ⮡ The traffic lights at the intersection aren’t working.