Μετάβαση στο περιεχόμενο

traffic light

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
traffic light traffic lights

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
traffic light <  δείτε τις λέξεις traffic και light

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

traffic light (en)

  • ο φωτεινός σηματοδότης, το φανάρι της τροχαίας
      The traffic lights at the intersection aren’t working.
    Τα φανάρια της διασταύρωσης δε λειτουργούν.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]