tragedia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ισπανικά (es)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tragedia (es) θηλυκό

  1. η τραγωδία (κυριολεκτικά και μεταφορικά)

Συγγενικά[επεξεργασία]



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tragedia tragedie

tragedia (it) θηλυκό

  1. η τραγωδία (κυριολεκτικά και μεταφορικά)

Συγγενικά[επεξεργασία]



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tragedia (pl) θηλυκό

  1. η τραγωδία (κυριολεκτικά και μεταφορικά)

Συγγενικά[επεξεργασία]