trailer
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
trailer | trailers |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]trailer (en)
- το τρέιλερ, η μπαγκαζιέρα
- ⮡ a car towing a trailer with a boat on it - αυτοκίνητο που ρυμουλκεί ένα τρέιλερ με μια βάρκα πάνω του
- το τρέιλερ, σύντομη κινηματογραφική ταινία με διαφημιστικό σκοπό