Μετάβαση στο περιεχόμενο

trailer

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
trailer trailers

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

trailer (en)

  1. το τρέιλερ, η μπαγκαζιέρα
      a car towing a trailer with a boat on it - αυτοκίνητο που ρυμουλκεί ένα τρέιλερ με μια βάρκα πάνω του
  2. το τρέιλερ, σύντομη κινηματογραφική ταινία με διαφημιστικό σκοπό
      We just saw the trailer for the new movie.
    Μόλις είδαμε το τρέιλερ της νέας ταινίας.
     συνώνυμα: preview