train

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
train trains

train (en)

  1. (μέσο μεταφορών) το τρένο, ο σιδηρόδρομος
  2. γενική σειρά συνδεδεμένων πραγμάτων ή ανθρώπων

κατάλληλες προθέσεις[επεξεργασία]

  • σύνηθες: on the train: για επιβάτη σε τρένο, όταν ταξιδεύω με το τρένο
  • σπανιότερα: in the train: όταν εστιάζουμε στο τρένο ως τοποθεσία και όχι ως μέσο μεταφοράς

Σύνθετα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας train
γ΄ ενικό ενεστώτα trains
αόριστος trained
παθητική μετοχή trained
ενεργητική μετοχή training

train (en)

  1. (μεταβατικό) γυμνάζω μια δεξιότητα
  2. (αμετάβατο) γυμνάζομαι, εκπαιδεύομαι



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
train trains

train (fr) αρσενικό