train
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
train | trains |
train (en)
- (μέσο μεταφορών) το τρένο, ο σιδηρόδρομος
- γενική σειρά συνδεδεμένων πραγμάτων ή ανθρώπων
κατάλληλες προθέσεις[επεξεργασία]
- σύνηθες: on the train: για επιβάτη σε τρένο, όταν ταξιδεύω με το τρένο
- σπανιότερα: in the train: όταν εστιάζουμε στο τρένο ως τοποθεσία και όχι ως μέσο μεταφοράς
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- by train: σιδηροδρομικώς
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | train |
γ΄ ενικό ενεστώτα | trains |
αόριστος | trained |
παθητική μετοχή | trained |
ενεργητική μετοχή | training |
train (en)
- (μεταβατικό) γυμνάζω μια δεξιότητα
- (αμετάβατο) γυμνάζομαι, εκπαιδεύομαι
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
train | trains |
train (fr) αρσενικό
- το τρένο, η αμαξοστοιχία, ο συρμός