train wreck
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
train wreck | train wrecks |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]train wreck (en)
- (ανεπίσημο, κυρίως αμερικανικό) το χάλι
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- train wreck - Cambridge Dictionary online