Μετάβαση στο περιεχόμενο

training

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

training (en)

  1. η εκπαίδευση, η κατάρτιση, η διαδικασία εκμάθησης των δεξιοτήτων που χρειάζομαι για να κάνω μια δουλειά
      Training of the employees will last three months.
    Η εκπαίδευση των υπαλλήλων θα κρατήσει τρεις μήνες.
      a car mechanic vocational training center - κέντρο επαγγελματικής κατάρτισης μηχανικών αυτοκινήτων
      I’m directing my efforts at improving my professional training.
    Κατευθύνω τις προσπάθειές μου στη βελτίωση της επαγγελματικής μου κατάρτισης.
  2. η προπόνηση, η διαδικασία προετοιμασίας για συμμετοχή σε αθλητικό αγώνα με σωματική άσκηση
      Training includes calisthenics, weights, and running.
    Η προπόνηση περιλαμβάνει ασκήσεις γυμναστικής, βάρη και τρέξιμο.

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

training (en)