trait d'union
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
trait d'union | traits d'union |
trait d'union (fr) θηλυκό
- το ενωτικό (σημείο στίξης)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
trait d'union | traits d'union |
trait d'union (fr) θηλυκό