traiteur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
traiteur | traiteurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
traiteur (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) εστιάτορας
- άτομο ή επιχείρηση που ετοιμάζει εδέσματα για το σπίτι (για γιορτή κ.α.)
- το κέτερινγκ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη traiter