traiteur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
traiteur traiteurs

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

traiteur (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) εστιάτορας
  2. άτομο ή επιχείρηση που ετοιμάζει εδέσματα για το σπίτι (για γιορτή κ.α.)
  3. το κέτερινγκ

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη traiter