tramontana
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- tramontana < tramontano
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tra.monˈta.na/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tramontana | tramontane |
tramontana (it) θηλυκό
- (άνεμος) η τραμουντάνα
- (κατ’ επέκταση) ο βορράς
Πηγές[επεξεργασία]
- tramontana - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).