tranĉilo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tranĉilo | tranĉiloj |
αιτιατική | tranĉilon | tranĉilojn |
tranĉilo (eo)
- το μαχαίρι