Μετάβαση στο περιεχόμενο

tranché

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tranché tranchés

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tranché (fr) αρσενικό

  1. (εραλδική) οικόσημο που χωρίζεται σε δύο μέρη με μια πλάγια γραμμή που το διαπερνά από την πάνω δεξιά πλευρά έως την κάτω αριστερά

Μετοχή

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό tranché tranchés
θηλυκό tranchée tranchées

tranché (fr)

  1.  δείτε τη λέξη trancher