trancher
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
trancher (fr)
- (μεταφορικά) αποφασίζω, παίρνω μια ξεκάθαρη απόφαση
- ξεχωρίζω, φαντάζω