tranquillité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tʁɑ̃.ki.li.te/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tranquillité (fr)

La Mer de la Tranquillité : η Θάλασσα της Ηρεμίας.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

tranquille, tranquillement