transaction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
transaction | transactions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
transaction (en)
- η δοσοληψία
- η συναλλαγή
- (βάσεις δεδομένων) η συναλλαγή[1], δοσοληψία[2]
- If any of the tasks fail, the transaction fails. Therefore, a transaction has only two results: success or failure.[3]
- δείτε επίσης: database transaction στην αγγλική Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
transaction στην αγγλική Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
- ↑ (Αγγλικά) SQL Transaction. Πρόσβαση 2020-02-02
- ↑ Δοσοληψίες & Ταυτοχρονισμός, Προχωρημένα Θέματα Βάσεων Δεδομένων του τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του ΕΜΠ. Προσπέλαση 2020-03-11
- ↑ (Αγγλικά) What are Transactions?. Πρόσβαση 2020-02-02
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
transaction | transactions |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- transaction < λατινική transactio
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
transaction (fr) θηλυκό