transactional
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
transactional | transactionals |
transactional (en)
- συναλλακτικός
- (βάσεις δεδομένων) οι βάσεις δεδομένων που στις συναλλαγές (transactions) τους υποστηρίζουν τις ιδιότητες ACID[1]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- transactional στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ (αγγλικά) SQLite Transaction, πρόσβαση:2020-03-13