transcend
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- transcend < παλαιά γαλλική transcender < λατινικά transcendere < trans + scandere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος scandere < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *skend- (πηδώ)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /tɹæn(t)ˈsɛnd/
Ρήμα
[επεξεργασία]transcend (en) (γ’ πρόσωπο ενικού ενεστώτα transcends, ενεργητική μετοχή transcending, αόριστος και παθητική μετοχή transcended)
- (μεταβατικό) ξεπερνώ τα όρια, υπερβαίνω
- (μεταβατικό) ξεπερνώ σε ένταση ή δύναμη
- ανεβαίνω, σκαρφαλώνω