transcend

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

transcend < παλαιά γαλλική transcender < λατινικά transcendere < trans ‎+ scandere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος scandere < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *skend- ‎(πηδώ)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɹæn(t)ˈsɛnd/

Ρήμα[επεξεργασία]

transcend (en) ‎(γ’ πρόσωπο ενικού ενεστώτα transcends, ενεργητική μετοχή transcending, αόριστος και παθητική μετοχή transcended)

  1. (μεταβατικό) ξεπερνώ τα όρια, υπερβαίνω
  2. (μεταβατικό) ξεπερνώ σε ένταση ή δύναμη
     συνώνυμα: excel
  3. ανεβαίνω, σκαρφαλώνω