transcompiler
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
transcompiler | transcompilers |
transcompiler (en)
- (πληροφορική) μεταγλωττιστής (compiler) που παίρνει τον πηγαίο κώδικα (source code) μιας γλώσσας προγραμματισμού ως είσοδο και παράγει έναν ισοδύναμο πηγαίο κώδικα στην ίδια (με κάποιου είδους βελτίωση) ή σε διαφορετική γλώσσα προγραμματισμού
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- transcompiler στην αγγλική Βικιπαίδεια