transcript
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
transcript | transcripts |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- transcript < (κληρονομημένο) μέση αγγλική transcript < παλαιά γαλλική transcrit < λατινική transcriptum ουδέτερη μετοχή αορίστου του transcribere. (Δείτε: transcribe)
Η ορθογραφική μεταβολή προέκυψε τον 15ο αιώνα λόγω συσχέτισης/συσχετισμού με τα λατινικά.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈtranskrɪpt/ & /ˈtrɑːnskrɪpt/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
transcript (en)
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Βιοχημεία (αγγλικά)
- Γενετική (αγγλικά)