transcripteur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- transcripteur < transcription
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
transcripteur | transcripteurs |
transcripteur (fr) αρσενικό
- καταγραφέας (το πρόσωπο)
- καταγραφέας (το όργανο)