transdonado

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

transdonado < trans + don- + -ad- + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική transdonado transdonadoj
αιτιατική transdonadon transdonadojn

transdonado (eo)

la aerbileto ekskluzivas la transdonadon al aliaj personoj
το αεροπορικό εισιτήριο αποκλείει τη δυνατότητα μεταβίβασής του σε άλλα άτομα