transfuge
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
transfuge | transfuges |
transfuge (fr) αρσενικό
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
transfuge | transfuges |
transfuge (fr) αρσενικό ή θηλυκό