transit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

transit (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η διαμετακόμιση, το τράνζιτ, η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαμετακομίζω
    ⮡  goods lost in transit - εμπορεύματα που χάθηκαν στη διαμετακόμιση
    ⮡  illegal goods in transit - παράνομες εισαγωγές με τράνζιτ
  2. (μη μετρήσιμο, αμερικανική σημασία) συγκοινωνιακός, το σύστημα λεωφορείων, τρένων κτλ. που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να ταξιδεύουν από το ένα μέρος στο άλλο
    ⮡  Every new subway stop that’s added to the transit system is not necessarily accompanied by changes to the bus routes.
    Η κάθε νέα στάση του μετρό που προστίθεται στο συγκοινωνιακό σύστημα δεν συνοδεύεται απαραίτητα από αλλαγές στις λεωφορειακές γραμμές.



      ενικός         πληθυντικός  
transit transits

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

transit (fr) αρσενικό