translittération
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
translittération | translittérations |
translittération (fr) θηλυκό
- μεταγραμματισμός, καταγραφή ενός κειμένου, γράμμα προς γράμμα, από μια γλώσσα σε μια άλλη