transloĝiĝo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | transloĝiĝo | transloĝiĝoj |
αιτιατική | transloĝiĝon | transloĝiĝojn |
transloĝiĝo (eo)