transplant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
transplant (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
transplant (en)
- μεταμοσχεύω
- μεταφυτεύω
- αλλάζω θέση σε κάτι, μετατοπίζω
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- transplant < transplanter
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tʁɑ̃s.plɑ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
transplant | transplants |
transplant (fr) αρσενικό
- το μόσχευμα
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη transplanter