trapaso
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trapaso | trapasoj |
αιτιατική | trapason | trapasojn |
trapaso (eo)
- το πέρασμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trapaso | trapasoj |
αιτιατική | trapason | trapasojn |
trapaso (eo)