Μετάβαση στο περιεχόμενο

trappings

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

trappings (en) μόνο πληθυντικός

  1. (μεταφορικά) trappings of (something): προνόμια, οφέλη θέσης
  2. εορταστική σαγή