trappings
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
trappings (en) μόνο πληθυντικός
- (μεταφορικά) trappings of (something): προνόμια, οφέλη θέσης
- εορταστική σαγή
trappings (en) μόνο πληθυντικός