trapu
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | trapu | trapus |
θηλυκό | trapue | trapues |
trapu (fr)
- κοντόχοντρος
- (οικείο) που ξέρει πολλά πράγματα σε κάποιον τομέα, σπίθα, φωστήρας