trasporto
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- trasporto < trasportare
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
trasporto | trasporti |
trasporto (it)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
trasporto | trasporti |
trasporto (it)