trasporto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- trasporto < trasportare
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
trasporto | trasporti |
trasporto (it)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
trasporto | trasporti |
trasporto (it)