traumatique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tʁo.ma.tik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
traumatique | traumatiques |
traumatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
traumatique | traumatiques |
traumatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό