travailleur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
travailleur travailleurs

travailleur (fr) αρσενικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
travailleur travailleurs

travailleur (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη travail