travestir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tʁa.vɛs.tiʁ/
Ρήμα[επεξεργασία]
travestir (fr)
- φορώ σε κάποιον ρούχα του άλλου φύλου, μεταμφιέζω
- παρωδώ (κείμενο)
- διαστρεβλώνω τη σκέψη κάποιου, την εκφράζω με ανακριβή ή αναληθή τρόπο