treasury

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
treasury treasuries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

treasury (en)

  1. Treasury: Υπουργείο Οικονομικών
  2. το θησαυροφυλάκιο, το ταμείο