treatment

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
treatment treatments

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
treatment < treat + -ment

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

treatment (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η θεραπεία, η ιατρική φροντίδα
    ⮡  Is this treatment medically necessary?
    Είναι αυτή η θεραπεία ιατρικά απαραίτητη;
    ⮡  She has been undergoing cancer treatment for some time.
    Υποβάλλεται σε θεραπεία για καρκίνο εδώ και καιρό.
    ⮡  He is receiving treatment for shock.
    Λαμβάνει θεραπεία για σοκ.
    ⮡  The drug is used in the treatment of depression.
    Το φάρμακο χρησιμοποιείται στη θεραπεία της κατάθλιψης.
    ⮡  He may have to seek treatment abroad.
    Ίσως χρειαστεί να αναζητήσει θεραπεία στο εξωτερικό.
    ⮡  She is responding well to treatment.
    Ανταποκρίνεται καλά στη θεραπεία.
    ⮡  The center provides treatment to young drug addicts.
    Το κέντρο παρέχει θεραπεία σε νέους εξαρτημένους από ναρκωτικά.
  2. (μη μετρήσιμο) η μεταχείριση, ο τρόπος που μεταχειρίζομαι ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα
    ⮡  They were criticized for their brutal treatment of political prisoners.
    Κριτικαρίστηκαν για τη βάναυση μεταχείριση των πολιτικών κρατουμένων.
    ⮡  Why does she always get preferential treatment?
    Γιατί πάντα της δίνουν προνομιακή μεταχείριση;
    ⮡  Certain city areas have been singled out for special treatment.
    Ορισμένες περιοχές της πόλης έχουν ξεχωριστεί για ειδική μεταχείριση.
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επεξεργασία, το να επεξεργάζομαι κάτι για να το καθαρίσω
    ⮡  The waste is taken to the sewage treatment plant.
    Τα απόβλητα μεταφέρονται στον σταθμό επεξεργασίας λυμάτων.
     συνώνυμα: processing
  4. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η προστασία, το να προστατεύω κάτι συνήθως με μια χημική ουσία
    ⮡  This chemical is an effective treatment against dry rot.
    Αυτό το χημικό είναι μια αποτελεσματική προστασία κατά της ξηρής σήψης.
     συνώνυμα: protection