treetop
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
treetop | treetops |
treetop (en) (συνήθως πληθυντικός)
- η κορυφή ενός δέντρου
- ⮡ On the second floor you are on level with the treetops.
- Στον δεύτερο όροφο βρίσκεσαι στο ίδιο επίπεδο με τις κορυφές των δέντρων.
- ⮡ On the second floor you are on level with the treetops.