Μετάβαση στο περιεχόμενο

treetop

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
treetop < tree + top

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
treetop treetops

treetop (en) (συνήθως πληθυντικός)

  • η κορυφή ενός δέντρου
      On the second floor you are on level with the treetops.
    Στον δεύτερο όροφο βρίσκεσαι στο ίδιο επίπεδο με τις κορυφές των δέντρων.