trejnado
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trejnado | trejnadoj |
αιτιατική | trejnadon | trejnadojn |
trejnado (eo)
- η εξάσκηση
- universitnivela trejnado - εξάσκηση πανεπιστημιακού επιπέδου