trejni

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
trejni < trejn- + -i
ρήμα trejni
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας trejnas trejnanta trejnata
αόριστος trejnis trejninta trejnita
μέλλοντας trejnos trejnonta trejnota
υποθετική trejnus - -
προστακτική trejnu - -

trejni (eo)

li pretas trejni lin - είναι έτοιμος να τον εξασκήσει