tremo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tremo | tremoj |
αιτιατική | tremon | tremojn |
tremo (eo)
- το τρεμούλιασμα, το ρίγος, το ταρακούνημα