trend
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
trend (en)
- η τάση, η κατεύθυνση
- η τάση της μόδας
Ρήμα[επεξεργασία]
trend (en)
- τείνω, κατευθύνομαι
- στρέφω κάτι