trend

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
trend trends

trend (en)

  • η τάση, η γενική κατεύθυνση
    This circle of young creators represented the contemporary artistic trends.
    Αυτός ο κύκλος των νέων δημιουργών εκπροσωπούσε τις σύγχρονες καλλιτεχνικές τάσεις.
    the trend in modern linguistics - η γενική κατεύθυνση της σύγχρονης γλωσσολογίας

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας trend
γ΄ ενικό ενεστώτα trends
αόριστος trended
παθητική μετοχή trended
ενεργητική μετοχή trending

trend (en)

  • έχω τάση
    House prices are trending upwards.
    Οι τιμές των κατοικιών έχουν ανοδική τάση.

Πηγές[επεξεργασία]