trenveturilo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trenveturilo | trenveturiloj |
αιτιατική | trenveturilon | trenveturilojn |
trenveturilo (eo)
- η ρυμούλκα